Θέατρο Βασιλάκου – 07 Νοεμβρίου 2025
«Η Μηχανή του Τούρινγκ» του Benoit Soles
Διασκευή και σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Η παράσταση αποτελεί έναν μονόλογο μέσα από τον οποίο παρακολουθούμε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Άλαν Τούρινγκ — του επιστήμονα που άλλαξε την πορεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας ιδιοφυΐας που θεωρείται από πολλούς ο «πατέρας» των υπολογιστών, αλλά και ενός ανθρώπου που διώχθηκε και καταδικάστηκε εξαιτίας της σεξουαλικότητάς του, υποχρεωμένος να υποστεί «θεραπεία» για να την αλλάξει.
Η αυλαία ανοίγει και το κοινό μεταφέρεται στο σπίτι του Τούρινγκ, αποδοσμένο με ένα άρτιο και εξαιρετικά προσεγμένο σκηνικό της Όλγας Μπρούμα. Η κατασκευή, που σχηματικά ορίζει τον σκελετό ενός κτηρίου, δημιουργεί την αίσθηση ότι ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή του Τούρινγκ μέσα από έναν διάφανο τοίχο, ενώ τα αντικείμενα στο εσωτερικό είναι ρεαλιστικά και προσεγμένα έως την τελευταία λεπτομέρεια.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου, σε πλήρη αρμονία με την αισθητική σύλληψη του σκηνικού, βασίζονται στις λάμπες του σπιτιού, οι οποίες ανάβουν και σβήνουν ανάλογα με τη δράση — άλλοτε από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, άλλοτε «μεταφυσικά». Η χρήση τους είναι ευρηματική και μελετημένη, αν και σε ορισμένα σημεία ο φωτισμός φάνηκε να μην επαρκεί ώστε το βλέμμα του θεατή να παραμένει άνετο.
Μέσα σε αυτό το καλοδουλεμένο σκηνικό περιβάλλον και με μια μουσική της Μαρίζας Ρίζου, άψογα δεμένη με την ιστορία του Τούρινγκ — με ήχους που θυμίζουν μηχανές και γρανάζια — ξεδιπλώνεται η αφήγηση της ζωής και του έργου του μεγάλου αυτού επιστήμονα.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης καλείται, στη συγκεκριμένη διασκευή, να υποδυθεί πολλαπλούς ρόλους — μια απαιτητική καλλιτεχνική πρόκληση, η οποία απαιτεί συνεχή εναλλαγή ερμηνευτικών εκφράσεων και ρυθμού. Τα συνεχή sold out και η μακροβιότητα της παράστασης αποδεικνύουν ότι το εγχείρημα έχει συναντήσει θερμή ανταπόκριση από το κοινό. Πράγματι, ο Αυγουστίδης παραδίδει μια αφοσιωμένη και ενεργητική ερμηνεία καθ’ όλη τη διάρκεια των 90 λεπτών.
Ωστόσο, οι συνεχείς εναλλαγές ρόλων — συχνά με μια κωμική χροιά στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι οποίοι αποδίδονται κυρίως μέσα από εξωτερικές φωνητικές μεταβολές — δεν επιτρέπουν να αναδειχθεί σε βάθος ο εσωτερικός κόσμος του κεντρικού ήρωα και η σχέση του με τους υπόλοιπους. Σε ορισμένα σημεία η εναλλαγή φωνών καθιστά ασαφές ποιος μιλά, ενώ ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές, όπως η εξομολόγηση για τον θάνατο του φίλου του, απουσιάζει η απαιτούμενη εσωτερικότητα και συναισθηματική κορύφωση. Δεν αποδίδεται η συναισθηματική πορεία του ήρωα αυτού που τον οδηγεί στην αυτοκτονία.
Σε αυτό ενδέχεται να συνέβαλε και η ίδια η διασκευή, η οποία επιδιώκει να συμπτύξει τους βασικούς χαρακτήρες. Έτσι, παρότι η παράσταση είναι σκηνικά και αισθητικά άρτια, της λείπει εκείνη η δραματουργική κορύφωση που θα την απογείωνε.
Η σκηνική παρουσία του Αυγουστίδη, ωστόσο, αξίζει θερμό χειροκρότημα: σωματικά αεικίνητος, με διαρκή ενέργεια και ένταση, κατορθώνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Η αφαιρετική ερωτική σκηνή με την καρέκλα συγκαταλέγεται αναμφίβολα στις πιο ευρηματικές στιγμές της παράστασης και αναδεικνύει τις σωματικές και ερμηνευτικές δυνατότητες του ηθοποιού.
Τα σκηνοθετικά ευρήματα του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου είναι πολλά και ευφάνταστα, ωστόσο ο γρήγορος ρυθμός των εναλλαγών δεν αφήνει πάντα τον θεατή να «μείνει» μέσα στη κάθε στιγμή και να επεξεργαστεί όσα βλέπει. Ενδεικτικά, σκηνές όπως εκείνες με την καταπακτή και τη λύση της κρυπτογράφησης των Ναζί περνούν με τόση ταχύτητα, που χάνεται η βαρύτητά τους.
Το τελικό αποτέλεσμα αφήνει μια αίσθηση πως κάτι λείπει — μια συναισθηματική πληρότητα που θα ολοκλήρωνε την εμπειρία. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για μια παράσταση που, με φροντίδα, συνέπεια και υψηλή αισθητική, αποπειράται να φωτίσει την ιστορία ενός ξεχωριστού ανθρώπου με τεράστια επιστημονική συνεισφορά και τραγική μοίρα. Ένα εγχείρημα αξιέπαινο, καλοδουλεμένο και με σεβασμό προς το θέμα του.